- σικυωνόθε
- Αεπίρρ. τοπ. από τη Σικυώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σικυών, -ῶνος + επιρρμ. κατάλ. -θε*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… … Dictionary of Greek